- περίφυσις
- περίφυσιςgrowing roundfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίφυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιφύω] ο σχηματισμός σύμφυσης γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
περιφύσει — περίφυσις growing round fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιφύσεϊ , περίφυσις growing round fem dat sg (epic) περίφυσις growing round fem dat sg (attic ionic) περιφύ̱σει , περιφύομαι aor subj act 3rd sg (epic) περιφύ̱σει , περιφύομαι fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφύσεως — περιφύσεω̆ς , περίφυσις growing round fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)